χωριστός

χωριστός
-ή, -ό / χωριστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χωρίζω]
χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «χωριστός φθόγγος»
μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση
νεοελλ.-μσν.
ξεχωριστός, εκλεκτός («μέσα στον κόσμο χωριστή, μέσα σε τόσες μία», Παλαμ.
β. «ἐκράτησεν τοὺς δώδεκα τοὺς χωριστοὺς ἐκείνους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. (φιλοσ.) α) (για τις πλατωνικές ιδέες) αυτός που έχει ιδιαίτερη υπόσταση, αυθύπαρκτος («χωριστὰς τῆς ὕλης ἰδέας», Πλούτ.)
β) (για έννοια) αφηρημένος
2. φρ. «χωριστὸν κτῆμα» — δούλος τον οποίο μπορεί κανείς να απαλλοτριώσει (Αριστοτ.).
επίρρ...
χωριστά / χωριστῶς, ΝΑ
χώρια
νεοελλ.
εκτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωριστός — separable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστῶς — χωριστός separable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”